- ακράνης
- ο(λ. τουρκ.), σύντροφος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακράνης — ο 1. ο συνομήλικος 2. ο φίλος, ο σύντροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. akran «όμοιος, σύντροφος»] … Dictionary of Greek